- μετέρριψε
- μετέρρῑψε , μεταρρίπτωtoss from side to sideaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταρρίπτω — (ΑΜ) 1. ρίχνω από ένα μέρος σε άλλο αρχ. παρασύρω από μια πλευρά σε άλλη («εἰ γὰρ μὴ σὺν καιρῷ τότε μετέρριψε τοὺς Ἀχαιούς... ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ρωμαίων», Πολ.) … Dictionary of Greek